- εὐκαμψίας
- εὐκαμψίᾱς , εὐκαμψίαflexibilityfem acc plεὐκαμψίᾱς , εὐκαμψίαflexibilityfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
δέψη — Επεξεργασία που ακολουθείται στη βαφική με σκοπό την προετοιμασία των ινών για να δεχτούν το χρώμα. Το στάδιο αυτό είναι πρακτικά απαραίτητο, γιατί πολλές ίνες, ειδικά το βαμβάκι και γενικά οι φυτικές ίνες, που αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη,… … Dictionary of Greek
δυσκίνητος — η, ο (AM δυσκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος 2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα μσν. (για χρόνο) δύσκολος αρχ. 1. σταθερός, αμετάβλητος 2. (για ψυχή) ασυγκίνητος 3. αμείλικτος, σκληρός 4. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ζίου ζίτσου — Γενική ονομασία στην οποία περιλαμβάνονται διάφορες μέθοδοι ιαπωνικής πάλης, σχεδόν πάντοτε χωρίς όπλα, αλλά και πάντοτε χωρίς αποκλεισμό των χτυπημάτων. Κατά λέξη, ο όρος σημαίνει γλυκιά (ζίου) τέχνη (ζίτσου) ή τέχνη της ευκαμψίας. Οι ρίζες της… … Dictionary of Greek